- θυμοκάτοχος
- θυμοκάτοχος, -ον (Α)πάπ.1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχονμαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση τού θυμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο-* + κάτ-οχος (< κατ-έχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμοκάτοχον — θυμοκάτοχος restraining anger masc/fem acc sg θυμοκάτοχος restraining anger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοκάτοχα — θυμοκάτοχος restraining anger neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμοκατοχώ — θυμοκατοχῶ, έω (Α) [θυμοκάτοχος] θεραπεύω τον θυμό, συγκρατώ τον θυμό … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek